Δε θα πω ψέματα. Είναι υπέροχο να μπορείς να πετάς. Να απολαμβάνεις την αίσθηση του αέρα, την ταχύτητα, την ελευθερία… Όλα αυτά.
Εκείνη τη μέρα, όμως, ήθελα ακόμη περισσότερα. Είχα ακούσει τις ιστορίες και γνώριζα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου πως πέρα μακριά, στις αχαρτογράφητες περιοχές αυτού του κόσμου, ζούσε το πλάσμα που στοίχειωνε τα όνειρα των συντρόφων μου. Και εγώ θα ήμουν αυτός που θα το πλησίαζε και θα το μελετούσε από κοντά.
Πολλοί είχαν επιχειρήσει κάτι παρόμοιο στο παρελθόν. Λίγοι επέστρεψαν. Μα δε δίστασα. Ήξερα ότι αν κρατούσα τη συγκέντρωσή μου, εγώ θα είχα το πλεονέκτημα. Τα φτερά μου δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν απέναντι σε ένα πελώριο τέρας καταδικασμένο να σέρνεται στα χώματα.
Κι ύστερα, ήταν και οι θησαυροί που με περίμεναν εκεί. Τεράστιες ποσότητες, πλούτη και πολύτιμα αγαθά, αρκετά για να βοήθησουν όχι μόνο εμένα και την οικογένεια μου, αλλά και όλους όσους είχαν ανάγκη. Ήταν τόσα πολλά, που δεν είχα καν ιδέα αν θα μπορούσα να τα κουβαλήσω όλα αυτά! Βουνά ολόκληρα!
«Παππού, εσύ γνωρίζεις σίγουρα το δρόμο για την πελώρια σπηλιά με τους θησαυρούς. Όλοι έχουν να λένε για την περιπέτειά σου! Θα μου αποκαλύψεις το μυστικό;», ρώτησα με ελπίδα.
Ο παππούς μου με κοίταξε σκεπτικός.
«Χμ…»
Ξερόβηξε, κοίταξε πέρα μακριά και μου είπε αργά και ήρεμα:
«Είμαι απόλυτα βέβαιος πως ό,τι και να πω για να προσπαθήσω να σε μεταπείσω θα είναι χαμένος χρόνος. Το αίμα σου βράζει. Το πήρες από τον πατέρα σου… Ας είναι λοιπόν. Θα σου πω ότι γνωρίζω.»
Ήπιε μια γουλιά από το ποτό του, το «νέκταρ» του όπως το αποκαλούσε, και συνέχισε:
«Η σπηλιά δεν είναι πάντα ορατή. Αποκαλύπτεται μόνο σε κάποιες εκλεκτές νύχτες. Δυστυχώς δεν μπόρεσα ποτέ να προσδιορίσω πότε ακριβώς συμβαίνει αυτό. Αν όμως κοιτάξεις έξω από το παράθυρο του δωματίου μου προς την Ανατολή, τότε αργά ή γρήγορα κάποιο βράδυ, θα δεις ένα μακρινό φως. Ακολούθησέ το και αυτό θα σε οδηγήσει στο μέρος που λαχταράς.»
Σηκώθηκα αμίλητος. Έτρεμα ολόκληρος από ενθουσιασμό. Αυτό ήταν λοιπόν! Το ταξίδι που ονειρεύτηκα, σύντομα θα γινόταν πραγματικότητα!
Περίμενα υπομονετικά τα επόμενα βράδια στην κάμαρη του παππού μου, ενώ αυτός κοιμόταν δίπλα μου, κοιτάζοντας με λαχτάρα έξω από το παράθυρο. Μια νύχτα… Δυο νύχτες… Τρεις νύχτες… Τίποτα. Είχα αρχίσει να χάνω ένα μέρος του ενθουσιασμού μου, όταν ξαφνικά, κάποιο βράδυ, το είδα! Ολοκάθαρο και φωτεινό μπροστά μου, εκεί στην Ανατολή, ακριβώς όπως μου το υποσχέθηκε ο παππούς μου! Γύρισα και τον κοίταξα. Κοιμόταν. Μάζεψα το κουράγιο μου, γέμισα την καρδιά μου με αποφασιστικότητα και έκανα να φύγω. Τελευταία στιγμή, άκουσα πίσω μου έναν ψίθυρο. «Καλή τύχη…“, κι απογειώθηκα. Ίσως και να το φαντάστηκα…
Πετούσα μέσα στη νύχτα, αλλά δε φοβόμουν. Πάντα έβλεπα καλά στο σκοτάδι και η φαντασία μου ήταν σαν να μη γεννούσε πια εικόνες, αλλά καθαρή ενέργεια! Όσο πλησίαζα το φως, ένιωθα λες και έπαιρνα μπόι!
Στο τέλος, έφτασα στη σπηλιά. Πλησίασα… Και τότε τα είδα: ανάμεσα σε δύο γιγαντιαία αγάλματα, βρίσκονταν τα τεράστια βουνά με τους θησαυρούς! Ήταν αλήθεια εκεί! Μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι σου λογιών και λογιών φαγητά! Σχεδόν έχασα τις αισθήσεις μου μπροστά σε τέτοια θέα. Ζαλισμένος προσπάθησα να έρθω πιο κοντά. Και ξαφνικά έπεσα πάνω σε ένα γιγαντιαίο αόρατο μαγικό πεδίο! Πανικοβλήθηκα! Άρχισα να πετάω με μανία πέρα δώθε. Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό μου, ότι δε θα μπορέσω να τα δοκιμάσω και η οργή με πλημμύρισε. Άρχισα να χτυπάω με λύσσα το πεδίο, όλο και πιο δυνατά!
Μέχρι που εντελώς απρόσμενα… εξαφανίστηκε… απλά χάθηκε και αυτό ήταν όλο. Ο δρόμος ήταν ανοιχτός. Σκέφτηκα πως ίσως ήταν παγίδα, αλλά ούτε και αυτή η σκέψη με δείλιασε. Τολμηρά και ατρόμητα συνέχισα το δρόμο μου. Και όπως πλησίασα, κατάλαβα… Τα δύο αγάλματα δεν ήταν ακίνητα… Πολύ αργά το ένα από αυτά άπλωσε προς το μέρος μου το ένα από τα πέντε πλοκάμια του… Το τέρας! Και ήταν δύο από αυτά! Η ανάσα μου κόπηκε. Όρμησα να κρυφτώ στο μόνο μέρος που μπορούσα να σκεφτώ, σε ένα από τα βουνά με τις λιχουδιές. Και καθώς πετούσα μανιασμένα, παρατήρησα κάτι παράξενο: το τέρας κινούνταν πάρα πολύ αργά. Τόσο αργά μάλιστα που άρχισα να συνειδητοποιώ ότι δεν υπήρχε στην πραγματικότητα κανένας απολύτως κίνδυνος. Να γιατί τα πέρασα για αγάλματα! Είχα όλο το χρόνο στη διάθεσή μου να φτάσω μέχρι το βουνό, να προσγειωθώ, να απολαύσω όσες περισσότερες γεύσεις λαχταρούσα και αμέσως μετά να φύγω, όπως ακριβώς και έκανα. Ο ήχος από τα πλοκάμια που έσκασαν πίσω μου ήταν ανυπόφορος. Αλλά την είχα γλιτώσει. Και γνώριζα πλέον πως το τέρας δε θα ήταν απειλητικό, όσο εγώ συνέχιζα να κινούμαι.
Αμέσως το μυαλό μου πήγε στον παππού μου. Αχ, αυτός και οι ιστορίες του! Ήθελε απλά να καμαρώνει, τρομάρα του, και φούσκωνε τους κινδύνους στις διηγήσεις του. Το τέρας δεν ήταν τρομακτικό. Μπορούσα εύκολα ακόμη και να το πλησιάσω. Και αυτό ακριβώς έκανα. Περιγελώντας τον κίνδυνο, πέταξα μπροστά από τα μικροσκοπικά του μάτια τραγουδώντας «είσαι αργός και ακίνδυνος, τραλαλά, χαχαχα». Ωπ! Τα πλοκάμια πλησιάζουν. Ώρα να πάμε παραπέρα! Χαχαχα, τι ανίκανο τέρας!
Για τις επόμενες ώρες γυρνούσα από βουνό σε βουνό και χόρταινα την όρεξη μου. Τα τέρατα προσπαθούσαν να με λιώσουν ανά διαστήματα με τα πλοκάμια τους, αλλά φυσικά ήταν μάταιο. Στο τέλος κουράστηκα και αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα να πάω στο σπίτι μου. Πλησίασα ένα από τα βουνά με τους θησαυρούς, δοκίμασα για μια τελευταία φορά από τους εκλεκτούς μεζέδες και επ… ωπ… ζαλίστηκα και παραπάτησα από το πολύ φαΐ. Είχα σκάσει. Κάθισα κατάχαμα για να σκεφτώ μια λύση για το πρόβλημά μου. Άρχισα να συλλογίζομαι την κατάσταση και ο νους μου πήγε στους δικούς μου. Και για λίγη ώρα, κουρασμένος όπως ήμουν, αφαιρέθηκα εντελώς. Όταν επανήλθα, είδα μια τεράστια σκιά στο πάτωμα. Κοίταξα ψηλά και είδα και τα πέντε πλοκάμια του τέρατος να βρίσκονται ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου, κρύβοντάς μου το φως. Αμέσως κατάλαβα. Δεν υπήρχε χρόνος για να φύγω. Αυτό ήταν το τέλος. Ίσα που πρόλαβα και έκλεισα όλα μου τα μάτια. Και αυτό ήταν όλο…
«Α στο καλό παλιόμυγα! Μα δε καταλαβαίνω ρε γυναίκα! Εσύ αν είχες τέτοιο μέγεθος, θα τριγυρνούσες σε ένα μέρος με τεράστιους γίγαντες που προσπαθούν να σε σκοτώσουν;»
«Άσε μας μωρέ καημένε κι εσύ… Τι κάθεσαι και σκέφτεσαι…»